Αποτέλεσμα αναζήτησης

Τρίτη 18 Ιανουαρίου 2011

ΜΥΣΤΙΚΗ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΣΧΕΔΙΑ ΤΩΝ ΤΟΥΡΚΩΝ ΓΙΑ ΤΟ ΚΑΣΤΕΛΟΡΙΖΟ

Από τους δύο χάρτες γίνεται φανερή η σημασία του Καστελόριζου. Αν υπολογιστεί στην ΑΟΖ, όπως ορίζουν οι διεθνείς συνθήκες, η Ελλάδα έχει θαλάσσια σύνορα με την Κύπρο. Αν δεν υπολογιστεί, όπως θέλει η Τουρκία, Ελλάδα και Κύπρος περιορίζονται και η Τουρκία αποκτά θαλάσσια σύνορα με την Αίγυπτο








Στο φύλλο της 1ης Ιανουαρίου 2011 η «Καθημερινή» δημοσίευσε άρθρο του πρέσβη ε.τ. κ. Σαββαΐδη, το οποίο, εκ πρώτης όψεως, περιγράφει για χάρη του γενικού αναγνωστικού κοινού τα δυσχερή προβλήματα οριοθετήσεως των θαλασσίων μας ζωνών.



Από τους δύο χάρτες γίνεται φανερή η σημασία του Καστελόριζου. 








Αν υπολογιστεί στην ΑΟΖ, όπως ορίζουν οι διεθνείς συνθήκες, η Ελλάδα έχει θαλάσσια σύνορα με την Κύπρο. Αν δεν υπολογιστεί, όπως θέλει η Τουρκία, Ελλάδα και Κύπρος περιορίζονται και η Τουρκία αποκτά θαλάσσια σύνορα με την Αίγυπτο Κατ' ουσίαν, όμως, έπειτα από ένα μάθημα πολιτικής και δημοσιογραφικής δεοντολογίας, το κείμενο καταδικάζει πρόσφατη ανοικτή επιστολή του Καθηγητή κ. Καρυώτη και εμού, αναφερόμενο σε «ακαδημαϊκούς» που «παρεμβαίνουν» με «συνωμοσιολογικές» θεωρίες για να αποκαλύψουν «δήθεν αναληφθείσες δεσμεύσεις προς γείτονες (βλ. Τούρκους) και τρίτους (βλ. Αμερικανούς)» και να απαγγείλουν δημόσια την κατηγορία ότι «η χώρα στερείται πολιτικής και διπλωματικής σοβαρότητος στην αντιμετώπιση των ζητημάτων αυτών».
Η θέση αυτή απαιτεί τρία σχόλια.
Πρώτον, όλοι οι πολίτες μιας δημοκρατίας έχουν αναφαίρετο δικαίωμα να συμμετέχουν στα κοινά και να εκφράζουν τις γνώμες και τις ανησυχίες τους. Το να τους λες, κατ' ουσίαν, ότι «δεν ξέρουν τι λένε» αποτελεί δείγμα της υπεροψίας, την οποία επιδεικνύει το υπουργείο Εξωτερικών κάθε φορά που περιέρχεται σε δυσχερή θέση από διαρροές ή φήμες που είναι απότοκοι των ζοφερών εποχών που διανύει η χώρα.
Δεύτερον, το δικαίωμα γνώμης μεταβάλλεται σε υποχρέωση όταν μιλούν νομικοί που τυχαίνει να έχουν αναμειχθεί στη διάπλαση του Δίκαιου της Θαλάσσης και έχουν ηλικία και γνώσεις τουλάχιστον αντίστοιχες με τους συνεχώς μετακινούμενους από θέση σε θέση πρέσβεις, οι οποίοι, στην πράξη, τελικά υποχρεώνονται να κάνουν μόνον ό,τι τους επιβάλλουν οι πολιτικά προϊστάμενοι, εάν επιθυμούν να επιβιώσουν στην υπηρεσία. Ας κρίνουν, λοιπόν, οι αναγνώστες ποιοι είναι πιο αδέσμευτεοι και αξιόπιστοι ως σχολιαστές: οι διπλωμάτες ή η διανοούμενοι;
Τρίτον, πώς είναι δυνατόν να μη δημιουργούνται εύλογες υπόνοιες: (α) όταν οι Τούρκοι μάς λένε ότι κάνουν «μπίζνες» με την κυβέρνηση, ενώ η ίδια επιμένει να το αρνείται· (β) όταν διαρρέονται κείμενα του υπουργείου που φανερώνουν διχογνωμίες ή τουλάχιστον προειδοποιήσεις εναντίον των κινήσεων που μελετά το τρίο των διαπραγματευτών μας (στους οποίους δεν συμπεριλαμβάνεται ο κ. Σαββαΐδης)· και (γ) όταν ο ίδιος ο πρωθυπουργός μας δίνει ασαφείς απαντήσεις στη Βουλή για το θέμα της συνεκμετάλλευσης;
Η τελευταία παρατήρηση, δηλαδή η πρωθυπουργική τακτική των αορίστων απαντήσεων, δεν έχει σχολιασθεί επαρκώς, αν και βοηθούντων μερικών κειμένων στα ΜΜΕ οδηγεί, αθέλητα ενδεχομένως, σε επιζήμια λανθασμένες πληροφορίες.
Ετσι, όπως μας υπενθύμισε πρόσφατα ο κ. Καρυώτης, όταν ο πρωθυπουργός στις 10 Μαρτίου 2010, ενημερώνοντας τους Ελληνες δημοσιογράφους στην πρεσβεία της Ουάσιγκτον, ρωτήθηκε από τον Μιχάλη Ιγνατίου γιατί συνεχώς μιλά για το θέμα της υφαλοκρηπίδας και δεν το συνδέει με το θέμα της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης, απάντησε ως εξής: «Το θέμα μάς έχει απασχολήσει και θα το φέρω (ξανά) προς συζήτηση με τον Ερντογάν στην επόμενη επίσκεψή του στην Αθήνα».
Εκτοτε οι δύο πρωθυπουργοί έχουν μιλήσει τέσσερις φορές. Ωστόσο, δεν υπάρχει καμία δημόσια ένδειξη για το αν και σε τι βάθος συζητήθηκε το θέμα της ΑΟΖ ή -πράγμα ακόμη πιο σημαντικό- για το τι ακριβώς συμφωνήθηκε. Ούτως εχόντων των πραγμάτων, γιατί να μη γίνει πιστευτή η τουρκική εκδοχή, ότι δηλ. τα προβλήματα του Αιγαίου θα διαχωριστούν από αυτά του Καστελόριζου και ότι το καθεστώς των βραχονησίδων θα παραμείνει, υπό τις καλύτερες των συνθηκών, απροσδιόριστο;
Δυστυχώς, λοιπόν, οι φήμες για αντεθνικές συνθηκολογήσεις, μέχρι να διαψευστούν επισήμως, παραμένουν αληθοφανείς, έστω και αν όλοι μας ελπίζουμε να είναι λανθασμένες.
Είναι το υπουργείο Εξωτερικών υπεράνω δημόσιας κριτικής;
Το γενικότερο αυτό ερώτημα αναδύεται από το άρθρο στην «Καθημερινή». Δικαιολογείται όμως και από την οξύτατη αντίδραση του υπουργείου προς το άρθρο των κ.κ. Λυγερού και Κωνσταντακόπουλου σχετικά με το διαρρεύσαν σημείωμα της Δ1 Διευθύνσεως του υπουργείου Εξωτερικών (το πώς συνετάγη το εν λόγω υπόμνημα και το πώς αντέδρασαν οι ένδον αποτελούν ζητήματα τα οποία κανείς, ακόμη, δεν έχει συζητήσει).
Η απάντηση στο ερώτημα του υπέρτιτλου της παρούσης ενότητας πρέπει να είναι κατηγορηματικώς αρνητική. Για δύο λόγους:
Ο πρώτος απαιτεί μια διευκρίνιση. Η διπλωματία δεν λειτουργεί σε όλες τις περιπτώσεις αποτελεσματικά εάν δεν είναι μυστική. Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις όπου, επειδή θίγεται καίρια το εθνικό συμφέρον, ούτε καν διαπραγματεύσεις δεν πρέπει να αρχίζουν χωρίς την κατ' αρχήν άδεια της Βουλής ή τουλάχιστον με τη συμφωνία των αρχηγών των περισσότερων κομμάτων.
Τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, οι μυστικά διαπραγματευόμενοι Ελληνες πολιτικοί και διπλωμάτες χειρίζονται δύο ειδών προβλήματα.
Στο Αιγαίο διακυβεύεται κυρίως η χερσαία ακεραιότητα της πατρίδας μας, εάν οι Τούρκοι καταφέρουν να κρατήσουν ανοιχτό το θέμα των βραχονησίδων και των συνδεόμενων δικαιωμάτων, αλλά και, ενδεχομένως, τα δικαιώματά μας που θα χαθούν εάν οι ποικίλες αρμοδιότητες στο Αιγαίο χωριστούν μεταξύ των δύο κρατών με βάση τον 25ο Μεσημβρινό.
Στην Ανατολική Μεσόγειο, αντιθέτως, κυρίως δε στο σύμπλεγμα των νήσων του Καστελόριζου και στην ΑΟΖ τους, ο υποθαλάσσιος πλούτος αποτελεί το διακυβευόμενο συμφέρον μας. Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι ο δικός μας πλούτος θα μοιραστεί γιατί όλοι (ή μερικοί;) φοβούνται να πουν «όχι» στον ένοπλο γείτονα και ταραξία.
Ο εκβιασμός μπορεί να τρομάζει, ο κίνδυνος μπορεί να είναι μεγαλύτερος, αλλά η ιδέα και μόνη ότι ενδέχεται να υποχωρήσουμε αμαχητί (κυριολεκτικά και μεταφορικά) δεν είναι καθόλου ελληνική! Και τούτο, διότι κυριαρχικά δικαιώματα δεν εκχωρούνται παρά μόνον ύστερα από έναν χαμένο επιθετικό πόλεμο.
Υπάρχει, όμως, και ένας δεύτερος λόγος για τον οποίο η κριτική του τρόπου διακυβέρνησης συνάδει απόλυτα με τη λαϊκή περί δικαίου αντίληψη της εποχής μας. Αν και εξαιρέσεις βεβαίως υπάρχουν, ευρέως διαδεδομένη, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, είναι η εντύπωση ότι η πολιτική ηγεσία (πρώην και νυν) φέρει μεγάλο μέρος της ευθύνης για την οικονομική εξαθλίωση της χώρας.
Η δημοσιοϋπαλληλία κατηγορείται και αυτή καθημερινώς ότι ολιγωρεί ή και ότι χρηματίζεται. Ιερές Μονές έχουν αποτελέσει αντικείμενο «περίεργων», αν όχι και φθοροποιών, κουτσομπολιών που πλήττουν σύνολη την Εκκλησία. Η Στατιστική Υπηρεσία έχει κατ' επανάληψη κατηγορηθεί για λανθασμένα ή σκοπίμως παραποιημένα στοιχεία. Και αυτή ακόμη η Δικαιοσύνη -κατ' εμέ, η ιερότερη των τριών εξουσιών- έχει βρεθεί στο επίκεντρο αρνητικών σχολίων. Δεδομένων των ανωτέρω, ειλικρινά πιστεύει ο αρθρογράφος της «Καθημερινής» ότι η διπλωματική υπηρεσία είναι υπεράνω, de facto και de jure, πάσης κριτικής;
Κατά την άποψή μου, καίτοι περιλαμβάνει στους κόλπους του πολλούς ικανούς και τίμιους ανθρώπους, το υπουργείο Εξωτερικών, εν μέρει λόγω της αφόρητης κομματικοποίησής του από σειρά υπουργών, δεν έχει ενδεχομένως σταθεί στο ύψος των περιστάσεων. Νομίζω, μάλιστα, ότι αυτό είναι κάτι που θα βοηθούσε την κοινή προσπάθεια εάν μερικοί υψηλόβαθμοι διπλωμάτες αναγνώριζαν στην ειδική τους «διάλεκτο» ότι όλα δεν βαίνουν άριστα στο πεδίο της ελληνικής διπλωματίας στην ευρύτερη περιοχή μας.
Εάν λοιπόν ο πρωθυπουργός έχει δίκιο -και, δυστυχώς, έχει- να παραπονείται ότι η χώρα μας έχει υποστεί σοβαρά πλήγματα στην εικόνα της στο εξωτερικό, οι εντός της Ελλάδος ασχολούμενοι με τα εξωτερικά θέματα, μαζί με τα ακαδημαϊκά και επιδοτούμενα εξαπτέρυγά τους, δεν είναι νοητό να μη συμμερίζονται την ευθύνη. Ο χρόνος θα δείξει τελικά εάν ορθώς προβλέπω ότι η ημέρα της Τελικής Κρίσεως -από την Πολιτεία, και όχι μόνον από τον Θεό- για πολλούς από αυτούς τους άκρως «συναινετικούς» πλησιάζει!
Απλουστεύσεις, παραλείψεις
Ιδού, λόγω ελλείψεως χώρου, μια μικρή λίστα (με πλάγια στοιχεία, οι γνώμες του κ. Σαββαΐδη):
1 «Η Ελλάς έχει θέσει κατά τα τελευταία χρόνια ως βασικό στρατηγικό στόχο την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών της ... με βάση ... το ισχύον Δίκαιο της Θαλάσσης».
Ανήκω σε αυτούς που έχουν μείνει με την εντύπωση ότι στην πράξη η ελληνική στάση δεν συμπίπτει με το τι κατά καιρούς διακηρύσσεται ως πρόθεση.
2 «Το ισχύον Δίκαιο καθορίζει για κάθε μία από τις (θαλάσσιες) ζώνες (δηλ. χωρικά ύδατα, ΑΟΖ κ.λπ.) διαφορετικά μέγιστα όρια. Τα κράτη έχουν τη δυνατότητα να ορίσουν το maximum του προβλεπόμενου ορίου ή και ολιγότερο». Πάνω από 130 κράτη έχουν ορίσει το maximum στις θαλάσσιες ζώνες τους. Η διατύπωση του πρέσβη, τυπικά ορθή, επί της ουσίας άθελα παραπλανά.
3 «Η παραπομπή σε διεθνή δικαστική επίλυση, πέραν των αβεβαιοτήτων εκβάσεως που παρουσιάζει, απαιτεί και σύνταξη συνυποσχετικού (που αποτελεί ειδική διεθνή συμφωνία και ...κύρωση από τα κοινοβούλια των ενδιαφερομένων)».
Η παράγραφος, πιθανώς λόγω υπερβολικής σύντμησης, δίνει ελλιπή και ως εκ τούτου μη ακριβή εικόνα του θέματος -της ΑΟΖ- που μας απασχολεί εν προκειμένω. Ετσι, δεν διευκρινίζει το δικαίωμα της χώρας μας να ορίσει μονομερώς τη δική της ΑΟΖ, ενημερώνοντας ακολούθως τον ΟΗΕ. Από εκεί και πέρα η Τουρκία θα μπορούσε να προσφύγει στο Διεθνές Δικαστήριο για τις λεπτομέρειες της οριοθετήσεως, αλλά και τούτο μόνο με την αποδοχή της ελληνικής πλευράς. Διαφορετικά, η διαμαρτυρία της θα παραμείνει άνευ περιεχομένου, όπως συνέβη πρόσφατα με την περίπτωση Κύπρου - Ισραήλ.
4 Σε άλλο σημείο του κειμένου του, ο κ. πρέσβης επισημαίνει, ορθώς, ότι οι διεθνείς συμφωνίες συνδέονται μεταξύ των κατά περίπλοκο τρόπο, τον οποίο οι μη ειδικοί ενδέχεται να μην κατανοούν. Ας διευκρινίσουμε μια τέτοια περίπτωση, ώστε οι συμπατριώτες μας να αντιληφθούν τις δυσχέρειες που αντιμετωπίζουν οι Ελληνες διπλωματικοί σύμβουλοι, αλλά και για να γίνει σαφές ότι με πολιτικό θάρρος και λίγη φαντασία οι περισσότερες μπορούν να ξεπεραστούν.
Μια πιθανή αντίρρηση προς τη μονομερή διακήρυξη της ΑΟΖ μας θα μπορούσε να προέλθει από την επίκληση της (απαράδεκτης) Συμφωνίας της Μαδρίτης του 1997, η οποία ορίζει ότι η Ελλάδα και η Τουρκία «θα αναλάβουν προσπάθεια να προωθήσουν διμερείς σχέσεις» που θα βασίζονται στον «σεβασμό στα νόμιμα (όρος που περιλαμβάνει το Δίκαιο της Θαλάσσης), ζωτικά συμφέροντα και ενδιαφέροντα της κάθε χώρας στο Αιγαίο» (§ 4) και, επίσης, ότι δεσμεύονται να αποφύγουν «μονογενείς ενέργειες... ώστε να αποτραπούν συγκρούσεις οφειλόμενες σε παρεξήγηση (§ 5).
Τον Ιούνιο του 2007 ο Τούρκος πρόεδρος κ. Γκιουλ ανεφέρθη σ' αυτές τις παραγράφους όταν δήλωσε στην εφημερίδα «Καθημερινή» ότι «η Τουρκία και η Ελλάδα έχουν νομικά και ζωτικά συμφέροντα και ανησυχίες στο Αιγαίο, με μεγάλη σημασία για την ασφάλεια και την εθνική κυριαρχία τους. Εχουν δεσμευθεί με τη Συμφωνία της Μαδρίτης του 1997 να σέβονται τις αρχές αυτές και να διευθετούν τις μεταξύ τους διενέξεις με ειρηνικά μέσα και με αμοιβαία συναίνεση».
Ακόμη όμως και αυτό το επιχείρημα της Αγκυρας δεν αρκεί για να «γκριζάρει» το Αιγαίο και τη ΝΑ Μεσόγειο, μια και, για να μη μακρηγορούμε, η Τουρκία δεν έχει πάψει να παραβιάζει το γράμμα και το πνεύμα της συμφωνίας και έχουν εκλείψει πλέον οι τότε ισχύουσες πολιτικές προϋποθέσεις.
5 Το πρόσφατο άρθρο στην «Καθημερινή» αγνοεί, τέλος, την παρατήρηση ότι τέτοιες γειτονικές διαφορές ουδαμού του κόσμου έχουν οδηγήσει στην (αμερικανικής προελεύσεως) ιδέα της συνεκμετάλλευσης, η οποία, όπως πρόσφατα εξηγήσαμε ο κ. Καρυώτης και εγώ, όχι μόνο δημιουργεί μελλοντικές διαφορές, αλλά ουσιαστικά επιτυγχάνει την ιδέα της «ειρηνικής επιλύσεως» περίπλοκων διαφορών με την παραδοχή ότι οι Τούρκοι μπορούν να καρπώνονται τα κοιτάσματα υδρογονανθράκων που βρίσκονται στον... ελληνικό υποθαλάσσιο χώρο!
Κλείνω με τη σκέψη ότι το «υπαινικτικά» γραμμένο «διπλωματικό» άρθρο, κατά τρόπον υπόρρητο πλην όμως επικίνδυνο, αφήνει να εννοηθεί ότι το Δίκαιο υποκύπτει πάντα στην Πολιτική.
Ο ρόλος όμως του υπουργείου Εξωτερικών δεν είναι να σκύβει το κεφάλι επικαλούμενο «δημιουργικές ασάφειες» διεθνών συνθηκών, αλλά να μάχεται με εφευρετικότητα για τα δίκαιά μας. Διπλωμάτες σαν τον Δούντα ή τον Στοφορόπουλο έδειξαν τέτοια ευαισθησία. Τέτοιους ανθρώπους αναζητούμε και σήμερα.
Επιπλέον, οι διπλωμάτες μας θα έπρεπε να απαιτούν, έστω και διακριτικά, από όλες τις κυβερνήσεις να διατηρούν τη χώρα στρατιωτικά ισχυρή, για να μη βρεθούμε στη δυσάρεστη θέση να επιβεβαιωθεί εις βάρος μας η ρήση του Θουκυδίδη, ότι στις διεθνείς σχέσεις «δίκαιο έχει όποιος έχει ίση δύναμη και όταν αυτό δεν συμβαίνει, ο ισχυρός επιβάλει ό,τι του επιτρέπει η δύναμή του και ο αδύναμος υποχωρεί και προσαρμόζεται».

ΠΗΓΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου